στιλβίτης

στιλβίτης
ο, Ν
(ορυκτ.) ένυδρο αργιλοπυριτικό ορυκτό τού ασβεστίου, τού νατρίου και τού καλίου, τής ομάδας τών ζεολίθων, που έχει παρόμοιες ιδιότητες με τον ευλανδίτη, αλλ. δεσμίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. stilbite (< στίλβη + -ite)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στιλβίτης — ο (ορυκτ.), ορυκτό που ανήκει στην ομάδα των ζεολίθων, χοϊλανδίτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεσμίνης — Ορυκτό της ομάδας των ζεόλιθων με χημικό τύπο (CaNa2Al2Si6O16–6H2O. Ονομάζεται και στιλβίτης. Ο δ. κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα. Παρουσιάζεται σε ραβδωτά ή ακτινοειδή συσσωματώματα με σκληρότητα 3,5 4 και πυκνότητα 2,1 gr/cm3. Έχει λευκό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”